- σβελτάδα
- η, Ν [σβέλτος]ευκινησία, γρηγοράδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σβελτσέτα — η, Ν σβελτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σβελτάδα] … Dictionary of Greek
αλεγρία — η [αλέγρος] 1. ευθυμία, ζωηρότητα, φαιδρότητα, κέφι 2. ευκινησία, σβελτάδα … Dictionary of Greek
αλεστοσύνη — η [αλέστος] 1. προθυμία, ετοιμότητα 2. ευκινησία, σβελτάδα … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… … Dictionary of Greek
ευκινησία — Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα. (Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική… … Dictionary of Greek
σβελτοσύνη — η, Ν [σβέλτος] σβελτάδα … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
Ασαήλ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος της Σαρουίας, αδελφής του Δαβίδ, και αδελφός του αρχιστρατήγου του Ιωάβ. Διακρίθηκε για τη σβελτάδα του. Τον σκότωσε ο Αβενήρ, αρχιστράτηγος του Σαούλ. 2. Λευίτης, κατά την εποχή του βασιλιά Ιωσαφάτ. Από τους O’… … Dictionary of Greek
γοργότητα — η η γρηγοράδα, η σβελτάδα: Το βάδισμά της έχει γοργότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)